κιρναμένων

κιρναμένων
κιρνάω
mix
pres part mp fem gen pl
κιρνάω
mix
pres part mp masc/neut gen pl
κιρνᾱμένων , κιρνάω
mix
pres part mp fem gen pl (doric aeolic)
κιρνᾱμένων , κιρνάω
mix
pres part mp masc/neut gen pl (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • περιχωρώ — έω, ΝΜΑ [περίχωρος] θεολ. α) (για τα πρόσωπα τής Αγίας Τριάδος) συνυπάρχω, χωρώ μέσα στα άλλα δύο πρόσωπα («κιρναμένων ὥσπερ τῶν φύσεων, οὕτω δὴ καὶ τῶν κλήσεων καὶ περιχωρουσῶν εἰς ἀλλήλας τῷ λόγῳ τῆς συμφυΐας», Γρηγ. Ναζ.) β) (για τη θεία και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”